καζαντίζω

καζαντίζω
(λ. τουρκ.), -ισα, καζαντισμένος, κερδίζω, πλουτίζω: Ο αδερφός του γιατρού πήγε στην Αμερική και καζάντισε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καζαντίζω — καζαντίζω, καζάντισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καζαντίζω — και καζαντώ αποκτώ πλούτη, περιουσία, κερδίζω, πλουτίζω, κάνω προκοπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kazandim, αόρ. τού ρ. kazanmak] …   Dictionary of Greek

  • Каппадокийский язык — Распространение греческого языка в поздневизантийский период XII XV веков. Золотым цветом изображено поздневизантийское койне будущая основа новогреческого языка, оранжевым …   Википедия

  • Каппадокский язык — Каппадокийский язык Страны: Греция, изначально Каппадокия (центральная Турция) Общее число носителей: очень мало Статус: исчезающий Классификация Категория …   Википедия

  • ακαζάντιστος — η, ο [καζαντίζω] 1. αυτός που δεν καζάντισε, δεν απόκτησε περιουσία, κέρδη 2. απρόκοφτος, αχαΐρευτος …   Dictionary of Greek

  • καζάντια — η και καζάντι και καζάντιο, το 1. κέρδος, όφελος, απολαβή από εργασία ή εμπορικές συναλλαγές κ.λπ., απόκτηση περιουσίας 2. φρ. (χλευαστ.) «είδαμε την (ή τα) καζάντια σου» είδαμε την προκοπή σου. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παρ. τού ρ. καζαντίζω] …   Dictionary of Greek

  • καζάντισμα — το [καζαντίζω] απόκτηση περιουσίας, οικονομική προκοπή, καζάντια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”